- περισκέπω
- ΜΑ1. περισκεπάζω*, σκεπάζω, καλύπτω, προφυλάσσω κάτι ολόγυρα («ὄφρα χιτὼν μὲν χρῶτα περισκέπῃ», Ανθ. Παλ.)2. μτφ. περιθάλπω, προστατεύω («τὸν πένητα περισκέπων», Γρηγ. Ναζ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < περι-* + σκέπω «σκεπάζω»].
Dictionary of Greek. 2013.